-
1 παγώνω
[пагоно] р. (μτβ.) замораживал», охлаждать, (αμτβ.) замерзать, застывать, леденетьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παγώνω
-
2 перемёрзнуть
παγώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перемёрзнуть
-
3 замерзать
замерзать, замёрзнуть 1) (озябнуть) παγώνω, κρυώνω πολύ 2) (покрыться льдом ) παγώνω* * *= замёрзнуть1) ( озябнуть) παγώνω, κρυώνω πολύ2) ( покрыться льдом) παγώνω -
4 замораживать
замораживать, заморозить 1) καταψύχω 2) перен. παγώνω* \замораживать ядерное оружие παγώνω τα πυρηνικά όπλα* * *= заморозить1) καταψύχω2) перен. παγώνωзамора́живать я́дерное ору́жие — παγώνω τα πυρηνικά όπλα
-
5 заморозить
1. (дать замёрзнуть) καταψύχω, παγώνω 2. (дать озябнуть) κρυώνω 3. (приостановить развитие чего-л.) παγώνω, καθηλώνω, νεκρώνω 4. (оставить неиспользованным) παγώνω, ακινητοποιώ, μπλοκάρω (ξεν.), αφήνω αχρησιμοποίητο/ανεκμετάλλευτο, νεκρώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заморозить
-
6 застывать
застыватьнесов1. (сгущаться) πήζω, (συμ)παγώνω, πήγνυμαι·2. (озябнуть) разг κρυώνω, παγώνω, ξεπαγιάζω:руки (на морозе) застыли ξεπάγιασαν τά χέρια (από τό κρύο)· ◊ \застывать от удивления μένω κατάπληκτος, ἀπολιθώνομαι· \застывать от ужаса παγώνω (или κερώνω) ἀπό τόν τρόμο (или ἀπ· τή φρίκη). -
7 застыть
-ыну, -ынешь, προστκ. застынь μτχ. παρλθ. χρ. застывшийρ.σ.1. πήζω, παγώνω" сало -ло το λίπος έπηξε•кровь -ла το αίμα πάγωσε.
2. παγώνω, κρουσταλλιάζω.3. κρυώνω πολύ, ξεπαγιάζω. || πεθαίνω από το κρύο.Ί• (για πτώμα) ξυλιάζω, κοκκαλιάζω.5. μαργώνω, ναρκώνομαι από το κρύο, μουδιάζω.εκφρ.застыть от ужаса – παγώνω από τη φρίκη•застыть от удивления – μένω κατάπληκτος, εμβρόντητος•застыть от восхишения – μένω έκθαμβος, άναυδος, με ανοιχτό το στόμα. -
8 смёрзнуть
ρ.σ., παρλθ. χρ. смрз, -ла, -ло (απλ. κ. διαλκ.).1. ξεπαγιάζω.2. ψύχομαι, παγώνω.1. παγώνω, κολλώ από τον πάγο.2. ψύχομαι, παγώνω. -
9 вымерзать
1. (погибать от морозов) παγώνω/καταστρέφομαι από τον κρύο/ψύχος ή από τον πάγο 2. (промерзать насквозь) παγώνω, ψύχομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вымерзать
-
10 мёрзнуть
-
11 обледенеть
-
12 озябнуть
-
13 остывать
-
14 отмораживать
-
15 заледеиерыйть
заледеиерый||тьсов1. (покрыться льдом) παγώνω, σκεπάζομαι μέ πάγο·2. перен (закоченеть) παγώνω, ξυλιάζω. -
16 замерзать
замерзатьнесов, замерзнуть сов1. παγώνω·2. (сильно озябнуть) παγώνω, ξεπαγιάζω. -
17 леденеть
леден||етьнесов1. (превращаться в лед) παγώνω, πήζω, πήγνυμαι·2. (замерзать, коченеть) παγώνω, ξυλιάζω· <> кровь \леденетьеет παγώνει τό αίμα μου. -
18 отмерзать
отмерзатьнесов, отмерзнуть сов1. (о части тела) παγώνω, ξεπαγιάζω, κοκ-καλώνω·2. (о части растения) πεθαίνω ἀπ' τό κρύο, παγώνω. -
19 переменчивостьый
переменчивость||ыйприл μεταβλητός, εὐμετάβλητος, ἀστατος:\переменчивостьыйая погода ὁ ἀστατος καιρός, перемерзать несов, перемерзнуть сов1. παγώνω:2. разг (сильно озябнуть) παγώνω, ξεπαγιάζω:я перемерз в дороге ξεπάγιασα στόν δρόμο. -
20 промерзать
промерзатьнесов, промерзнуть сов1. (оледенеть) παγώνω, κρυσταλλώνω, πήζω, πήγνυμαι·2. (озябнуть) παγώνω, ξεπαγιάζω:\промерзать до костей ξεπαγιάζω.
См. также в других словарях:
παγώνω — παγώνω, πάγωσα, παγωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παγώνω — (ΑΜ παγῶ, όω, Μ και παγώνω) [πάγος] υποβάλλω σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ένα υγρό μετατρέποντάς το σε στερεό («ο βοριάς πάγωσε τη λίμνη») νεοελλ. 1. καταψύχω («παγώνω το νερό») 2. (γενικά) κατεβάζω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή σώματος κάτω… … Dictionary of Greek
παγώνω — πάγωσα, παγωμένος 1. μτβ., κάνω το υγρό στερεό. 2. κατεβάζω πολύ τη θερμοκρασία ενός σώματος, το κρυώνω: Θέλω ένα ποτήρι παγωμένο νερό. 3. μτφ., προκαλώ τη δυσφορία: Μας πάγωσαν τα αστεία του. 4. αμτβ., κρυώνω, νιώθω πολύ κρύο: Παγώσαμε στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχνώ — όω, ΝΑ [πάχνη] 1. κάνω κάτι συμπαγές, παγώνω 2. παθ. παχνοῡμαι, όομαι γίνομαι συμπαγής, παγώνω («παχνουμένου τοῡ πνεύματος», Πλούτ.) 3. παθ. καλύπτομαι από πάχνη 3. μτφ. προκαλώ θλίψη, τρόμο, τρομάζω, παγώνω κάποιον 4. παθ. μτφ. μένω κατάπληκτος … Dictionary of Greek
περιπαχνούμαι — όομαι, Α παγώνω από παντού, παγώνω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + παχνῶ / οῦμαι «παγώνω»] … Dictionary of Greek
περιψύχω — Α 1. ψύχω, παγώνω κάτι γύρω γύρω, εντελώς, σε όλη του την επιφάνεια 2. παθ. περιψύχομαι καταψύχομαι, παγώνω παντού («περιψυχομένων τῶν ἄκρων», Θεόφρ.) 3. μτφ. δροσίζω, αναψύχω, περιποιούμαι («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῡ», ΠΔ).… … Dictionary of Greek
καταπήγνυμι — και καταπηγνύω (Α) 1. μπήγω κάτι στερεά κάπου, κυρίως στη γη 2. μτφ. κρυσταλλώνω 3. (για νερό και για έμβια όντα) παγώνω, κρυσταλλώνομαι, κρουσταλλιάζω 4. παθ. (στον παρκμ. και υπερσ.) είμαι μπηγμένος ή στερεωμένος μέσα σε κάτι («ἰὸς ἐν γαίῃ… … Dictionary of Greek
κρουσταλλιάζω — [κρούσταλλο] 1. (για νερό) παγώνω, γίνομαι κρύσταλλο 2. (για σωματικά άκρα) κρυώνω πάρα πολύ, παγώνω, κοκαλιάζω … Dictionary of Greek
κρυσταλλώνω — και κρυσταλλώ (AM κρυσταλλῶ, όω) [κρύσταλλος] μέσ. κρυσταλλοῡμαι, όομαι μεταβάλλομαι σε κρύσταλλο, παγώνω (α. «κατέστησε τα μέλη του ωχρά, κρυσταλλωμένα», Ζαλοκ. β. «εύρε δ αὐτὸν Ἀλέξανδρος, κρυσταλλωθέντα τότε και σχήμα καθυποβαλών», Λίβ. Ρόδ.)… … Dictionary of Greek
πάγωμα — το [παγώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παγώνω, η μετατροπή υγρού ή ρευστού σε στερεό υπό την επίδραση χαμηλών θερμοκρασιών («το πάγωμα τού νερού») 2. ταπείνωση τής θερμοκρασίας ενός σώματος κάτω από το ανεκτό όριο, ψύξη 3. μτφ. α) πράξη… … Dictionary of Greek
συναποπήγνυμαι — Μ παγώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποπήγνυμαι «παγώνω, πήζω»] … Dictionary of Greek